σαράκι

σαράκι
[сараки] ουσ ο древоточец (насекомое). (μεταφ) скрытая болезнь. (подтачивающая силы).

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σαράκι" в других словарях:

  • σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… …   Dictionary of Greek

  • σαρακιάζω — Ν [σαράκι] (αμτβ.) 1. (για ξύλο) τρώγομαι από σαράκι 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά από μια αιτία που είναι άγνωστη στους άλλους, φθείρομαι, μαραζώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σαρακιασμένος, η, ο σαρακοφαγωμένος …   Dictionary of Greek

  • σαρακοφάγωμα — το, Ν διάβρωση, καταστροφή τού ξύλου από σαράκι, σαράκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φάγωμα] …   Dictionary of Greek

  • σαρακοφαγωμένος — η, ο, Ν διαβρωμένος, φαγωμένος από το σαράκι («σαρακοφαγωμένα ξύλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικο φαγωμένος)] …   Dictionary of Greek

  • σάρακας — σάρακας, ο και σαράκι, το 1. σκουλήκι που τρώει τα ξύλα. 2. μτφ., εσωτερικός πόνος, θλίψη: Τον τρώει το σαράκι. 3. ύπουλη αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Lipsi (Insel) — Gemeinde Lipsi Δήμος Λειψών (Λειψοί) …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Dodekanes-Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • αθριπήδεστος — ἀθριπήδεστος, ον (Α) ο μη σκωληκόβρωτος, αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θριπ , θ. του θρίψ θριπός, ο (= σκουλήκι που τρώει το ξύλο, το σαράκι) + ἐδεστός, ρημ. επίθ. του ρ. ἔδω «τρώω», με έκταση του ε σε η (… …   Dictionary of Greek

  • δηξ — δήξ (δηκός), ο (Α) σκουλήκι που καταστρέφει τα ξύλα, σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηκ τού μέλλ. δήξομαι τού ρ. δάκνω* κατά το σφήξ κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • θιπόβρωτος — και θριπόβρωτος θιπόβρωτος και θριπόβρωτος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ σητῶν βεβρωμένος», σκωροφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. θριπόβρωτος < θριψ, πός «σαράκι» + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. ιχθυό βρωτος, φθειρό βρωτος. Ο τ. θιπόβρωτος με… …   Dictionary of Greek

  • θρίπος — θρίπος, ὁ (Μ) σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρίψ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»